top of page

Κρακ


[Δύο γυναίκες περπατούν γρήγορα στο δρόμο].


ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Έπρεπε να είσαι πιο προσεκτική. Τώρα είμαστε αναγκασμένες να πάμε με τα πόδια.

ΤΙΝΑ: Προσεκτική και μαλακίες. Έτυχε.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Με σένα πάντα τυχαίνει. Δεν ξέρω πως το κάνεις αυτό.

ΤΙΝΑ: Ήταν ατύχημα, οκ; Εκείνο το απροσδόκητο συμβάν που μπορεί να τύχει σε όλους

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Θα αργήσουμε

ΤΙΝΑ: Ε, και;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Είμαι η οικοδέσποινα.

(παύση)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Σε ευχαριστώ που ήρθες.

ΤΙΝΑ: Δεν το πιστεύεις αυτό

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Ναι, μπορεί και να μην..

ΤΙΝΑ: Πέρασαν χρόνια από τότε

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Δώδεκα

ΤΙΝΑ: Έκανες ρυτίδα στο μέτωπο

ΜΑΡΙΑΝΝΑ Κι εσύ όταν χαμογελάς

ΤΙΝΑ: Δεν χαμογελάω συχνά

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: (κοιτάει την παλάμη της) Το χέρι μου έχει γεμίσει αίμα

ΤΙΝΑ Που; Κάτσε να δω (κοιτάζει το χέρι της, δεν βρίσκει πληγή). Κάπου αλλού ακούμπησες. Να εδώ, το γόνατό σου. (βγάζει από την τσάντα της ένα χαρτομάντηλο και της το δίνει). Πάρε

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: (Σκουπίζει το γόνατό της) Θυμάσαι στο δημοτικό; Την Τόσκα; (χαμογελάει) Την είχες σπρώξει με τόση δύναμη που σύρθηκε πάνω στο χαλίκι στο προαύλιο για πολλά μέτρα. Τα πόδια της γέμισαν αίματα και έσπασε ένα δόντι. Άρχισε το κλάμα  και ροζ πηχτά σάλια έβγαιναν από το στόμα της.

ΤΙΝΑ: (κάνει τη φωνή της παιδική μιμούμενη εκείνη τη στιγμή) "Μην τρως τόσες καραμέλες σκατό! Έγινε ροζ η γλώσσα σου!’’ (γελάει) "Τόσκα, Τόσκα, Τοσκα, Τόσκατοσκατοσκατοσκατοσκατο’’.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Από τις σπάνιες φορές που με υπερασπίστηκες

ΤΙΝΑ: Ήσουν δικιά μου

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Δικιά σου; Πάντα με τρόμαζε αυτό όταν το έλεγες

ΤΙΝΑ: Ανέκαθεν είχα ανάγκη από κτήσεις

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Στον υπέρμετρο βαθμό

ΤΙΝΑ: Έχει μέτρο η ιδιοκτησία;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Όλα έχουν τα όριά τους Τίνα

ΤΙΝΑ: Το όριό μου είσαι εσύ. Δεν έχει παρακάτω. Όταν έχεις κάτι δικό σου, το κάνεις ό,τι θέλεις. Μόνο εγώ μπορούσα να έχω τέτοια εξουσία πάνω σου. Το πρόβλημα ήταν πως εσύ δεν με αγαπούσες. Δεν με θεώρησες ποτέ δικιά σου.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Τίνα...πάντα σε αγαπούσα

ΤΙΝΑ: Και τί έκανες για αυτό;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Σε φρόντιζα. Ήσουν η μικρή μου αδερφή.

ΤΙΝΑ: Επίτρεψέ μου...! Η φροντίδα δεν είναι αγάπη! Μπορείς να την πεις χρέος, τύψεις, ανάγκη, αλλά όχι....όχι αγάπη! Η Τίνα έχει πρόβλημα για αυτό πρέπει να την προσέχουμε, η Τίνα είναι αδερφή μου για αυτό πρέπει να τη φροντίζω, η Τίνα είναι μακριά για αυτό πρέπει να τη σκέφτομαι, η Τίνα είναι η μικρή για αυτό πρέπει να τη δικαιολογώ. Ποτέ δε σήκωσες το γαμημένο χέρι σου να μου δείξεις αγάπη. Μόνο ανωτερότητα, καρτερικότητα, υπομονή.....οίκτο.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Θα αργήσουμε

ΤΙΝΑ: Στο μουνί μου! (κάθεται σε ένα σκαλοπάτι μιας πολυκατοικίας)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Να σηκώσω το χέρι μου;

ΤΙΝΑ: Με δύναμη. Με οργή. Να πονέσω. Να νιώσω ότι νοιάζεσαι. Για μένα. Όχι για την τυχαία...οικογενειακή σχέση που άλλοι φόρτωσαν στις πλάτες μας.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Φόρτωσαν και ξεφόρτωσαν. Πολύ απλά...και τώρα ο χρόνος χάθηκε. Όταν έφυγες πονούσα σε όλο μου το σώμα, λες και είχα μώλωπες. Τις νύχτες σηκωνόμουν και έψαχνα τα πλευρά μου για κάποιο σπάσιμο. Σαν τα κουνέλια μου.

ΤΙΝΑ: Τα κουνέλια σου ήταν ελαττωματικά. Συνέχεια το φώναζα! Δεν έφταιγα εγώ!

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Ξέχασα το κινητό στο αυτοκίνητο. Θα παίρνει ο Κώστας. Σα χαμένος θα είναι στο σπίτι. Αν έχει έρθει κόσμος... Δεν ξέρει που είναι τι.

ΤΙΝΑ: Κλασική νοικοκυρά. Κακέκτυπο της μάνας μας. Μη μου πεις..! Πήρες και αυτόν που ήθελε;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Δεν σου επιτρέπω

ΤΙΝΑ: Αλήθεια τώρα; Εσύ δεν επιτρέπεις σε μένα;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Δεν είμαστε  δώδεκα Τίνα

ΤΙΝΑ: Νομίζεις πως έχει κάποια σημασία η ηλικία;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: (ξεσκονίζει το φόρεμά της)Χάλια έγινα. Πώς θα παρουσιαστώ έτσι; Γαμώ την πουτάνα μου! Δεν μπορούσες να είσαι πιο προσεκτική;

ΤΙΝΑ: Ήταν ατύχημα σου είπα! Τον είδες πως έτρεχε.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Κι εσένα που πέρασες το στοπ

ΤΙΝΑ: Τα στοπ είναι για να τα περνάμε

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Δεν είμαστε δώδεκα Τίνα

ΤΙΝΑ: Λογιστάκο πήρες; Για αυτό η μανία σου με τους αριθμούς;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Η ηλικία δεν είναι ένας απλός αριθμός. Είναι γεμάτη με καταστάσεις, εμπειρίες όσο περνά, με...

ΤΙΝΑ: Λογιστάκους

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Ναι, λογιστή πήρα. Ποιο είναι το πρόβλημά σου;

ΤΙΝΑ: Ορκωτό;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Σου το είπε ο πατέρας;

ΤΙΝΑ: Έχω να του μιλήσω τρία χρόνια. Οπότε μάλλον δεν μου το είπε αυτός

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Τον κάλεσα κι εκείνον

ΤΙΝΑ: Η μάνα μας δεν θα σου το συγχωρούσε ποτέ

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Η μάνα μας είναι νεκρή, εσύ εξαφανισμένη χρόνια κι εκείνος το μόνο κομμάτι που μου θυμίζει πως κάποτε είχα κι εγώ μια οικογένεια. Δεν ξεφύτρωσα ξέρεις

ΤΙΝΑ: Εσύ δεν δικαιούσαι να τα λες αυτά. Η αγαπημένη κόρη, η υπάκουη, η πρώτη σε όλα. Εσύ....πάντα είχες σπίτι.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Όχι, δεν είχα

ΤΙΝΑ: Είχες! Εμένα. Αλλά προτίμησες εκείνη όταν χώρισαν

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Ήμουν δεκατέσσερα. Δεν νομίζω ότι μπορούσα να έχω και προτιμήσεις.

ΤΙΝΑ: Μα, πως! Είχες. Εκείνη. Που σε έντυνε με τα καλύτερα ρούχα, σου αγόραζε τα καλύτερα βιβλία, σε παρουσίαζε σαν την όμορφη κόρη της οικογένειας. Εγώ....εγώ δεν είχα. Εγώ ντυνόμουν με τα κουρέλια σου, όταν σου έπαιρνε καινούρια, εγώ διάβαζα τις τσαλακωμένες λέξεις των βιβλίων σου....εγώ.....εγώ δεν είχα....τίποτα...ποτέ

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: (της πιάνει το μέτωπο με την παλάμη της) Έχεις πυρετό, δεν εξηγείται αλλιώς. Χτύπησες; Μήπως χτύπησες την ώρα της σύγκρουσης...

ΤΙΝΑ: Μια χαρά είμαι Μαριάννα. Και άσε αυτό το υφάκι. Δεν κουράστηκες τόσα χρόνια; Δεν της μοιάζεις....ούτε στο ελάχιστο.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Προχώρα σε παρακαλώ πιο γρήγορα. Έχει περάσει ήδη μία ώρα που λείπω από το σπίτι. Θα έπρεπε να ήμουν ήδη εκεί και να κανονίζω τις τελευταίες λεπτομέρειες.

ΤΙΝΑ:  Σαν κηδεία ακούγεται. ‘’Τις τελευταίες λεπτομέρειες΄΄

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Χτύπα ξύλο! Τί βλακείες λες;; Αρραβώνα έχουμε

ΤΙΝΑ: Λεπτομέρεια

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Ώρες, ώρες είσαι ανυπόφορη. Νιώθω ότι έχεις μείνει εκεί. Πριν την επίσκεψη στο γιατρό για τα κουνέλια

ΤΙΝΑ: Τα κουνέλια ήταν ελαττωματικά! Πόσες φορές θα σας το πω;;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Εντάξει Τίνα, τελείωσε. Δυο βήματα έμειναν. Ας μη μιλάμε άλλο σε παρακαλώ

ΤΙΝΑ: Τα κουνέλια τα αγαπούσα όσο εσένα

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Μη μιλάς άλλο, εντάξει; Πού το έβαλα το κλειδί; Ωχ, ήταν μέσα στην τσάντα που άφησα στο αυτοκίνητο

ΤΙΝΑ: Χτύπα στο λογιστάκο σου. Ή μήπως δεν ξέρει ούτε πού βρίσκεται το κουδούνι; Οι καλές νοικοκυρές ανοίγουν εκείνες. Ο άντρας κάθεται και διαβάζει εφημερίδα

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Σταμάτα επιτέλους!

ΤΙΝΑ: Δεν θα ανέβω. Θα μείνω εδώ. (κάθεται στα σκαλιά έξω από την πολυκατοικία)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Γιατί μου το κάνεις αυτό;

ΤΙΝΑ: Θα μείνω εδώ να ακούσω το δρόμο. Πάνε χρόνια. Εσύ μάλλον τον ξέχασες.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Τίνα.....αρραβωνιάζομαι σήμερα

ΤΙΝΑ: Ξυπόλητη έπρεπε. Κι εδώ, στο δρόμο.

 Έβρεχε όταν σε φίλησα. Μπήκαμε στο διπλανό στενό, με τις τέντες που είχαν μείνει από το παλιό μίνι μάρκετ που έκλεισε όταν πέθανε ο κυρ Σταύρος, να μας προστατεύουν από τη βροχή.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Πάμε πάνω. Θα χτυπήσω το κουδούνι

ΤΙΝΑ: Όχι. Πόση φασαρία...πόσα σφυρίγματα μετά από αυτό. Ένας μαλάκας χοντρός κόρναρε με τη βέσπα να περάσει. (ανάβει τσιγάρο). ‘’Ο δρόμος έχει πολύ βοή’’, μου είπες, ‘’τα πάντα ακούγονται βίαια΄΄

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Πάμε πάνω. Χτύπησα το κουδούνι

ΤΙΝΑ: Ναι, και μετά αυτό. Αυτό είπες. ΄΄Πάμε πάνω΄΄

(ακούγεται ο ήχος που ανοίγει η πόρτα της πολυκατοικίας και μπαίνουν μέσα. Ανεβαίνουν στο διαμέρισμα)

ΚΩΣΤΑΣ: Πού ήσασταν; Πώς είσαστε έτσι; Ανησύχησα

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Δώσε μας λιγο χρόνο. Η Τίνα πέρασε το στοπ και έπεσε πάνω σε ένα διερχόμενο όχημα. Καλά, όλα καλά. (μπαίνει στο μπάνιο να πλυθεί και η Τίνα πάει στην κουζίνα και βάζει ένα ποτό. Μετά από λίγο έρχεται και η αδερφή της)

ΤΙΝΑ: Ξέρεις πώς ακούγεται η αγάπη; Σαν κρακ. Σαν ένα απαλό κρακ που το ακούς μόνο αν βάλεις το αυτί σου δίπλα στα πνευμόνια

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Τί λες; Δεν καταλαβαίνω

ΤΙΝΑ: Σαν ένα κόκκαλο που τρυπά τον πνεύμονα. Αυτό κάνει η πολλή αγάπη. Όταν σου τα αγόραζε η μαμά, λίγο πριν τα βάλω στο κλουβί τους, τα έσφιγγα στα πλευρά. Το έκανα να φαίνεται φυσικό, σαν μεγάλο σφιχταγάλιασμα και μετά τα έφερνα στο στόμα μου και τα φιλούσα δήθεν. Μόνο και μόνο για να ακούσω εκείνο το κρακ που θα μου επιβεβαίωνε την αγάπη. Λίγες ώρες μετά εκείνα ξεψυχούσαν. Αλλά στα δικά σου χέρια. Και μετά σου αγόραζε άλλο κι εγώ έκανα πάντα το ίδιο. Κι αν δεν υπήρχε εκείνη η... ευαίσθητη υπάλληλος στο pet shop ποτέ δεν θα καταλαβαίνατε τί συνέβαινε. Αλλά και πάλι, λάθος. Λάθος τα καταλάβατε. Εγώ, μιλούσα για αγάπη.  (γυρνά προς το παράθυρο και κοιτά έξω) Δεν είναι θαυμάσια η θέα από εδώ πάνω; Οι άνθρωποι χρειάζονται ύψος. Ύψος και απόσταση για να νιώσουν δυνατοί. Δώδεκα χρόνια έχω να σε δω. Τα εννιά τα πέρασα με ψυχανάλυση. Και για αυτό μόνο εσύ έφταιγες. ΄΄Δεν πρέπει να ζηλεύεις την αδερφή σου τόσο πολύ΄΄. Ούτε εκείνος κατάλαβε ότι μιλούσα για αγάπη. Εσύ το ήξερες, όμως. Τότε, στο δρόμο.

(παύση)

Ξέρεις ότι οι ήχοι είναι διαφορετικοί από εδώ; Οι ήχοι της πόλης, εκείνοι που σε ενοχλούν απίστευτα στο δρόμο, αποκτούν μια άλλη ακουστική από ψηλά. Αποκτούν ακόμα και αυτοί....επίπεδο.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Τίνα, έλα να ξαπλώσεις. Έλα να σε πάω στο δωμάτιο

ΤΙΝΑ: Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί λέμε αυτή είναι του δρόμου, ενώ αυτή από σπίτι; Το σπίτι είναι πιο ψηλά από το δρόμο. Έστω και λίγο. Να, τόσο δα. Είναι κάτι. Ακόμα και το τόσο δα, γίνεται κάτι όταν ψηλώνει λίγο. Να, τόσο δα. Σκέψου εμάς τώρα, που είμαστε στον 5ο. Θα περάσει ποτέ σε κάποιον από το μυαλό, από τον αρραβωνιαστικό σου για παράδειγμα, ότι κάποτε υπήρξαμε στο δρόμο; Συνυπάρξαμε με εκείνη τη βίαιη ακουστική; Άκου τώρα (ανοίγει το παράθυρο), ακόμα και οι ήχοι εξευγενίζονται (ανεβαίνει στο περβάζι του παραθύρου)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Τίνα!

ΤΙΝΑ: Ακόμα και τα σώματα, πετούν (πέφτει)

ΤΕΛΟΣ

bottom of page